- ηρινολόγος
- ἠρινολόγος, -ον (Α)αυτός που λαλεί την άνοιξη («ἠρινολόγος τέττιξ»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ηρινός + -λόγος (< λόγος)πρβλ. αρχαιο-λόγος, ιδεο-λόγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠρινολόγοι — ἠρινολόγος talking in spring masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek